- νηριτόμυθος
- νηριτόμυθος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος».[ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιό-μυθος, ποικιλό-μυθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηριτόμυθος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek